Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Tips για πίτες......!!!!!!!!!!!


Tips::   (Πηγή::  cook book - Έθνος)

  Για πιο τραγανό φύλλο στην πίτα μπορούμε να ρίξουμε νερό ...

  Για να αποβάλουν την υγρασία τους οι σκεπαστές πίτες, καρφώνουμε στο κέντρο ένα χοντρό μακαρόνι, που θα επιτρέψει την φυγή του ατμού...

 Χαράζουμε την πίτα μας, σε κομμάτια προτού μπει στον φούρνο, γιατί εάν δεν γίνει αυτό, η απελευθέρωση του ατμού από την υψηλή θερμοκρασία που δημιουργείτε θα την φουσκώσει υπερβολικά, με αποτέλεσμα να μην ψηθεί σωστά και να μην έχει ωραία εμφάνιση...

 Τα γλυκά με φύλλο χρειάζονται στο τέλος σιρόπιασμα, αν δεν χαραχτούν πριν ψηθούν, δεν θα δώσουν στο σιρόπι την δυνατότητα να εισχωρήσει ομοιόμορφα  στο εσωτερικό τους...

 Μπορούμε να αντικαταστήσουμε το ελαιόλαδο με ένα κουτάκι σόδα (αναψυκτικό) ή σπορέλαιο, μαργαρίνη   σε θερμοκρασία δωματίου , για να γίνει πιο αφράτη η ζύμη..

 Αν η γέμιση της πίτας έχει πολλά υγρά, προσθέτουμε 1 φλιτζάνι του καφέ σιμιγδάλι, ή ρύζι, ή τραχανά, ώστε να τα απορροφήσουν...

 Τη ζύμη που περισσεύει δεν την πετάμε.. Αντιθέτως, την ζυμώνουμε με μια θρυμματισμένη φέτα, την ανοίγουμε σε χοντρό φύλλο όπως για την πίτσα, την αλείφουμε με ελαιόλαδο και είτε την ψήνουμε ή την τυλίγουμε σε σακουλάκι τροφίμων και την διατηρούμαι για μήνες στην κατάψυξη...

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Muffins με πορτοκάλι και σοκολάτα


Υλικά::

125 gr  βούτυρο

150 gr  καστανή ζάχαρη

200 gr  στραγγιστό γιαούρτι

75 gr  χυμό πορτοκαλιού

ξύσμα από ένα πορτοκάλι

1 βανίλια

1 σοκολάτα γάλακτος

Εκτέλεση::

  Σε ένα μπολ, τοποθετούμαι το βούτυρο, την καστανή ζάχαρη και το χτυπάμε με το μίξερ, μέχρι να αφρατέψουν..

 Μετά προσθέτουμε το στραγγιστό γιαούρτι, τον χυμό πορτοκαλιού, το ξύσμα και την βανίλια και συνεχίζουμε το χτύπημα, μέχρι τα υλικά να ομογενοποιηθούν..

 Στην συνέχεια, παίρνουμε ταψάκι με φορμάκια, τοποθετούμαι το μείγμα και βάζουμε κομματάκια σοκολάτας πραλίνας....

 Ψήνουμε στους 190 C για 15 - 20 λεπτά....

  Καλή Επιτυχία.......!!!!!!!!!!!!!

  

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013


Χρόνια Πολλά.......


Ο βακαλάος, μπήκε στο τραπέζι μας τον 15ο αιώνα και...απέκτησε τη δική του θέση στο εθνικό μας εδεσματολόγιο.
Παρόλο που η περίοδος της Σαρακοστής αποτελεί παράλληλα και περίοδο νηστείας, η εκκλησία, επέτρεψε να υπάρχουν δυο ημέρες όπου θα επιτρέπεται η κατανάλωση ψαριού. Μία από αυτές τις γιορτές είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, όπου παραδοσιακά συνηθίζεται εκείνη την ημέρα να τρώμε μπακαλιάρο με σκορδαλιά. Η δεύτερη ημέρα εξαίρεσης της νηστείας είναι η Κυριακή των Βαΐων. Γιατί όμως καθιερώθηκε ο μπακαλιάρος και όχι κάποιο άλλο ψάρι; Παλιά, όσοι ζούσαν σε παραθαλάσσιες περιοχές, δεν είχαν πρόβλημα να τρώνε φρέσκα ψάρια σε καθημερινή βάση. Για τον ορεινό πληθυσμό όμως, η μεταφορά του ψαριού αντιμετώπιζε προβλήματα, μιας και δεν υπήρχαν τα μέσα μεταφοράς του φρέσκου ψαριού πριν αυτό αλλοιωθεί. Όταν λοιπόν εισήχθηκε ο μπακαλιάρος τον 15ο αιώνα, ήταν ιδανικός, γιατί ήταν ένα φτηνό ψάρι το οποίο μπορεί να διατηρηθεί και εκτός ψυγείου με τη χρήση αλατιού.

Η Αρχαία Διατροφή........!!!!!!

Αν καλούσαμε στις μέρες μας σ’ ένα γεύμα κάποιους αρχαίους Έλληνες όπως τον... Ηρόδοτο, τον Ηρακλή ή τον Αριστοφάνη, σίγουρα θα τους τρομάζαμε με τον πλούτο και την ποικιλία των εδεσμάτων που θα τους προσφέραμε. Εξαιτίας του ότι δεκάδες από τις σημερινές τροφές ήταν εντελώς άγνωστες στους αρχαίους Έλληνες, όπως η πατάτα λ.χ. από τα βασικότερα είδη της σημερινής διατροφής έγινε γνωστή στους Ευρωπαίους το 1530 και οι Έλληνες γεύτηκαν τη νοστιμιά της 300 χρόνια αργότερα, το 1832.
Άγνωστα επίσης ήταν στους προγόνους μας και γενικά στους Μεσογειακούς λαούς, το ρύζι, η ζάχαρη, το καλαμπόκι, ο καφές, οι ντομάτες και τα ζαρζαβατικά (μελιτζάνες, πιπεριές, μπάμιες) τα πορτοκάλια και τα λεμόνια, το κακάο και διάφορα μπαχαρικά, τα ποικίλα ποτά, ακόμη και το ούζο -αφού φαίνεται να αγνοούσαν τον τρόπο της απόσταξης- τα ζυμαρικά, και ένα πλήθος από διάφορα αγαθά, που κατακλύζουν σήμερα τις αγορές μας.
Αλλά, παρ’ όλες τις ελλείψεις τόσων βασικών αγαθών, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν καλοφαγάδες. 
Στα συμπόσιά τους τα τραπέζια ήταν βαρυφορτωμένα και το κρασί έρεε άφθονο.
Σ’ ένα πλούσιο δείπνο (περίπου τον 5ο π.Χ. αιώνα) μπορούσε κανείς να δει τυρί της Αχαΐας, σύκα και μέλι της Αττικής, «αίθοπα οίνο» από τη Χίο και τη Λέσβο, θαλασσινά από τις πλούσιες ακτές της Εύβοιας, δαμάσκηνα από τη Δαμασκό της Συρίας, κριθαρένιο ψωμί από την Πύλο, φάβα ή ζωμό από μπιζέλια, τηγανίτες βουτηγμένες στο λάδι και γαρνιρισμένες με μέλι, τυρί αλογίσιο, που έτρωγαν μόνο οι «πολεμοχαρείς», βραστούς βολβούς, ραπάνια για να φεύγει το μεθύσι και βέβαια τις πίτες της Αθήνας, καύχημα της πόλης, παραγεμισμένες με τυρί, μέλι και διάφορα «νωγαλεύματα».
Όλα αυτά τα εδέσματα της Αρχαίας Ελλάδας και ο «τρόπος» διατροφής των αρχαίων Ελλήνων προσελκύουν αρκετούς ανθρώπους της εποχής μας να αναζητούν λεπτομέρειες για την καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων.

Λιτοδίαιτοι και Καλοφαγάδες.

Αν και υπήρχαν κάποιοι Έλληνες που στα συμπόσιά τους και γενικότερα η τροφή τους αποτελούνταν από ποικίλα εδέσματα, η Αθήνα και γενικότερα η Αρχαία Ελλάδα αντιμετώπιζε πάντα ένα μεγάλο πρόβλημα: την φτώχεια, η οποία είχε γίνει παντοτινός σύντροφος των Αρχαίων Ελλήνων.
Το άγονο έδαφος της Ελλάδας, η δυσκολία στις συγκοινωνίες και βέβαια οι πολύχρονοι πόλεμοι είχαν όπως ήταν φυσικό μεγάλη επίπτωση και στη διατροφή των αρχαίων.
Σ’ αυτό συντελούσε και η περιορισμένη παραγωγή της ελληνικής γης.
Η Αττική ήταν πολύ «λεπτόγεως» (άπαχη γη) και εξαιτίας του μεγάλου προβλήματος του νερού η παραγωγή της ήταν αρκετά μικρή. Τα κύρια γεωργικά προϊόντα της αρχαίας Ελλάδας ήταν το κριθάρι, το σιτάρι, το κρασί, το λάδι και οι ελιές. Στην Αττική έβγαινε επίσης μέλι και σύκα που ήταν το πιο εκλεκτό φρούτο για τους αρχαίους.
Το λάδι το χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για τα φαγητά τους, αλλά και για το φωτισμό, για την παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών και ήταν απαραίτητο για τους αθλητές, που το άλειφαν στα κορμιά τους στις παλαίστρες. 
Οι Αθηναίοι ήταν οι διασημότεροι για την ολιγοφαγία τους, γι’ αυτό βγήκε και η έκφραση «αττικηρώς ζην».
Γενικά όμως οι αρχαίοι ήταν λιτοδίαιτοι, γι’ αυτό και είχαν αυτοχριστεί «μικροτράπεζοι» και «φυλλοτρώγες». 

Ο πολύτιμος άρτος των Αρχαίων.

Τα δημητριακά αποτελούσαν την κύρια βάση της διατροφής για τους αρχαίους. Αλλά τόσο το σιτάρι όσο και το κριθάρι δεν ήταν σε αφθονία για τους Αθηναίους, έτσι αναγκάζονταν να το εισάγουν από άλλα μέρη.
Το αλεύρι από κριθάρι, ζυμωμένο σε γαλέτες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό ψωμί και ονομαζόταν μάζα.
Στη ζύμη του ψωμιού έβαζαν διάφορα καρυκεύματα, όπως μάραθο, δυόσμο και μέντα ακόμη, για να πάρει το ψωμί μια διαφορετική νοστιμάδα. Και φυσικά, έβαζαν το απαραίτητο αλάτι.
Ακόμη οι αρχαίοι είχαν τα εξής είδη ψωμιού:
Το σιμιγδαλένιο, το ψωμί από χοντράλευρο, το ψωμί από διάφορα γεννήματα, από ένα είδος σίκαλης της Αιγύπτου και το «ψωμί από κεχρί».
Λόγω της μεγάλης «αγάπης» των Αθηναίων για το ψωμί, του έδιναν διάφορα ονόματα, ανάλογα με τον τρόπο που ψηνόταν, όπως:
- «Ιπνίτης» ήταν το ψωμί που έψηναν μέσα σε θερμή σκάφη.
- «Εσχαρίτης» το ψωμί που ψηνόταν στις σχάρες.
- «Άρτο τυρόεντα» τυρόπιτα θα τον λέγαμε σήμερα.
- «Κριβανίτης άρτος» γινόταν από σιμιγδάλι.
Το «όφωρος» ήταν ένα γλύκισμα από ζύμη, σουσάμι και μέλι. Βέβαια αναφέρονται και από τους αρχαίους και διάφορα άλλα είδη ψωμιού.
Γνωστές επίσης ήταν και οι λαγάνες.
Και οι Αθηναίοι φουρνάρηδες είχαν καλή φήμη, για τα γλυκίσματα και τις πίτες τους.
Οι αρχαίοι εκτιμούσαν πολύ περισσότερο από εμάς σήμερα την ύπαρξη του ψωμιού, και θεωρούσαν πως η μεγάλη ποικιλία του ψωμιού ήταν πολυτέλεια, αφού συνήθιζαν να τρώνε μόνο ένα κομμάτι κριθαρένια μπομπότα.
«Εγώ προσωπικά πιστεύω πως αυτή η αγαπητή συνήθεια των αρχαίων δηλαδή η μεγάλη ποικιλία ψωμιού που χρησιμοποιούσαν οφείλεται στο ότι το κριθάρι και το σιτάρι ήταν δύο από τα κύρια γεωργικά προϊόντα της Αρχαίας Ελλάδας και προσπαθούσαν να τα αξιοποιήσουν όσο καλύτερα μπορούσαν».

Εδέσματα και συνταγές.

Οι αρχαίοι Έλληνες φρόντιζαν στα γεύματα και στα δείπνα τους, τα τραπέζια να είναι πλούσια. Αποτελούνταν συνήθως από ψωμί, γλυκίσματα, φρούτα, ελιές, πίτες, κρέατα και χορταρικά. Φυσικά και από άφθονο κρασί.
Από τα όσπρια, γνωστά στους αρχαίους ήταν τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβύθια (που τα προτιμούσανε ψημένα), τα μπιζέλια και τα κουκιά, που τα έτρωγαν, συνήθως, σε πουρέ (έτνος).
Οι Αθηναίοι συνήθιζαν να έχουν στα σπίτια τους μεγάλη ποικιλία τροφών όπως ψωμί, λουκάνικα, σύκα, γλυκίσματα, μέλι, τυρί, τρυφερά χταπόδια, τσίχλες, σπουργίτια και άλλα πολλά.
Ένα σπίτι όμως με τόσα αγαθά θα ξεπερνούσε και τα σημερινά σούπερ - μάρκετς.
Ένα από τα πιο απαραίτητα αγαθά σ’ ένα σπίτι ήταν το λάδι. Κάτι που, όπως σημειώσαμε, ήταν απαραίτητο και στις παλαίστρες, για ν’ αλείφουν οι αθλητές τα κορμιά τους.
Φημισμένα ήταν τα λάδια της Σάμου και της Ικαρίας.
Οι αρχαίοι συνήθιζαν να βγάζουν λάδι από άγουρες ελιές, που το προτιμούσανε στις σαλάτες τους. Επίσης από τα αμύγδαλα και τα καρύδια έβγαζαν ένα είδος λαδιού, καλό για τα γλυκίσματά τους.
Από τα απαραίτητα επίσης στο καθημερινό τραπέζι των αρχαίων ήταν το γάλα και το τυρί, που ήταν όμως δύο σπάνια αγαθά. Μάλιστα οι διαιτολόγοι συνιστούσαν, για τους αθλητές, το μαλακό τυρί.
Πολλές φορές για να πήξει καλά το τυρί, έβαζαν μέσα στο γάλα, που έβραζε, ένα κωνοροειδές φυτό, κνήκον ή οκνήκος.
Φυσικά, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια ήταν στο καθημερινό μενού. Ορισμένοι όμως θεωρούσαν αυτό το είδος διατροφής χωριάτικο (όπως το ίδιο γίνεται και σήμερα, στις μέρες μας, κάποιοι περιφρονούν πολύτιμες τροφές για τη ζωή μας, μόνο και μόνο από το άκουσμά τους, την εμφάνισή τους αλλά και την «διασημότητά» τους).
Από τα εκλεκτότερα εδέσματα ήταν οι κοχλιοί, τα σαλιγκάρια, που τα έτρωγαν οι Κρητικοί.
Τα μικρά πουλιά, σπίνους, τσίχλες, ακόμη και τους λαγούς, αφού τα ψήνανε, τα διατηρούσανε μέσα σ’ ευωδιαστό λάδι. Μάλιστα, το παραγεμίζανε με διάφορα καρυκεύματα, κάτι που συνηθίζεται και σήμερα στα χωριά της Μάνης.
Για τους φτωχούς ανθρώπους οι σούπες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό φαγητό. Έτρωγαν βέβαια και ψαρόσουπες, που η πλούσια όμως τάξη της απέφευγε!
Ένας ζωμός που ευχαριστούσε ιδιαίτερα τον Ηρακλή ήταν ο ζωμός από μπιζέλια.
Στα χορταρικά έριχναν μια σάλτσα φτιαγμένη από λάδι, δριμύ ξύδι, διάφορα καρυκεύματα, ακόμη και μέλι.
Τα θαλασσινά που προτιμούσε ο λαός, ήταν οι σαρδέλες του Φαλήρου, το πιο συνηθισμένο θαλασσινό, μαζί με κριθαρένιο ψωμί. Αντίθετα, τα χέλια, ήταν πανάκριβα, περίπου τον 5ο αι. π.Χ.
Οι Έλληνες έτρωγαν συχνότερα ψάρι από κρέας. 
Το πιο διαδεδομένο πρωινό ρόφημα, αφού βέβαια αγνοούσαν τον καφέ, ήταν το γάλα, κυρίως το κατσικίσιο, κι ένα ανακάτεμα από χλιαρό νερό και μέλι, που προκαλούσε ιδιαίτερη ευχαρίστηση.
Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη αναφέρονται εδέσματα που μας ξενίζουν.
Στους «Ιππείς» μιλάει για «ξίγκι βοδινό ψημένο μέσα σε συκόφυλλα». Αναφέρεται επίσης ο «κάνδυλος» ένα ανακάτεμα από μέλι, γάλα, τυρί και λάδι, του «μυττωτό», ένα είδος σκορδαλιάς με πράσα, σκόρδα, τυρί και μέλι.
Βέβαια πολλοί ήταν αυτοί που στα έργα τους πρόσθεσαν «μια γεύση κουζίνας» ανέφεραν δηλαδή συνταγές και εδέσματα της εποχής, γιατί γνώριζαν πως οι αρχαίοι έχουν αδυναμία σ’ αυτά, έτσι θα έβρισκαν τα έργα τους πιο ελκυστικά.
Στις θυσίες τους ετοίμαζαν και ένα είδος πλακούντος, κάτι δηλαδή σαν πίτα, που το ‘λεγαν «πελανό». Ήταν ένα παχύρρευστο κράμα από αλεύρι, μέλι και λάδι.
Άλλα εδέσματα: «Έκχυτος», που αναφέρεται σ’ ένα επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας, ήταν ένα μείγμα από αλεύρι και ψημένο τυρί, που το έριχναν σε ειδικά καλούπια και τα γέμιζαν με κρασί μελωμένο.
«Κάνδαυλος», ένα είδος φαγητού της Μικράς Ασίας, κυρίως στην περιοχή της Λυδίας, με ό,τι ερεθιστικό καρύκευμα κυκλοφορούσε.
«Μυττωτός» πίτα με τυρί, ανακατεμένο με μέλι και σκόρδα.
Βέβαια, οι πιο περίφημες πίτες ήταν της Αθήνας, καύχημα της πόλης, και γινόταν με μέλι, τυρί και λάδι, αλλά έβαζαν μέσα και διάφορα καρυκεύματα.
Ακόμη, οι Αθηναίοι απέφευγαν να αρχίζουν το γεύμα τους ή το δείπνο με σούπα (γιατί πολύ πιθανόν να τους κοβόταν η όρεξη για φαγητό).
Αν και οι Αθηναίοι φρόντιζαν να μη λείπει τίποτα από το σπίτι τους, δηλαδή χρήσιμα αγαθά, όπως τρόφιμα, δεν πρέπει να ξεχνούμε την φτώχεια που επικρατούσε στην Ελλάδα και ήταν ο παντοτινός σύντροφος των Ελλήνων. Η έλλειψη και η ακρίβεια των τροφίμων ανάγκαζε πολλούς να μην πετάνε τίποτα από τα περισσεύματα των δείπνων.
Το σπαρτιατικό μενού δεν συγκινούσε βέβαια τους Έλληνες. Ακόμη και στις γιορτινές μέρες δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Έφτανε ένα βραστό χοιρινό, λίγο κρασί και καμιά πίτα γλυκιά για να ενθουσιάσει τους Σπαρτιάτες, που το καθημερινό τους ήταν μια κούπα από «μέλανα ζωμό» κι ένα κομμάτι ψωμί.
Αλλά ελάχιστοι μπορούσαν να αντέξουν τη σπαρτιατική λιτότητα. Γι’ αυτό και οι Σπαρτιάτες, πολύ πιθανόν να φάνταζαν ήρωες μπροστά σε κάποιους άλλους Έλληνες και συγκεκριμένα Αθηναίους που ήθελαν να ζουν μέσα στην πολυτέλεια και να μην λείπει κανένα είδος τροφής και ποτού από τα σπίτια τους.

Λαχανικά και όσπρια.

Τα λαχανικά στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στην αρχαία Αθήνα, ήταν σε σπουδαία ζήτηση, κι όχι μόνο για τους οπαδούς του Πυθαγόρα, που τα προτιμούσαν, μια κι απέφευγαν να τρώνε όσα έχουν ζωή.
Ο Πλάτων, στην ιδιωτική του ζωή ακολουθούσε την «πυθαγόρειο δίαιτα». Που ήταν μια καθαρή χορτοφαγία κι έδειχνε ευχαριστημένος τρώγοντας λαχανικά. Πίστευε πως η δίαιτα, είναι η πηγή της υγείας και των καλών ηθών, δύο παραγόντων που κάνουν τα κράτη υγιή και ρωμαλέα, υλικώς, ηθικώς και ψυχικώς.
Οι αρχαίοι Αθηναίοι όμως δύσκολα θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τις «φυτοφαγικές» οδηγίες του Πλάτωνα αφού τα λαχανικά είχαν γίνει για τους Αθηναίους από τα σπάνια αγαθά. Πολλά σπίτια όμως, κυρίως στα περίχωρα φρόντιζαν να έχουν χωράφια, κήπους, στους οποίους καλλιεργούσαν σκόρδα, κρεμμύδια, κουκιά, φασόλια, μπιζέλια, λούπινα, βολβούς, μαρούλια, αρακά, αγκινάρες, βλίτα, ρεβίθια και φακές. Τα μανιτάρια, τα μάραθα, τα σπαράγγια και διάφορα άλλα χορταρικά, τ’ αναζητούσαν στις ακροποταμιές, στα χωράφια και στις άκρες των δρόμων. Φαγώσιμες ήταν ακόμη και οι τρυφερές τσουκνίδες.
Φυσικά, είχαν σέλινο, άνηθο και δυόσμο, για να «καρυκεύουν» τα φαγητά τους. Μάλιστα στους αγώνες της Νεμέας γινόταν στεφάνωμα με σέλινο.
Τα κολοκυνθοειδή ήταν περισσότερο γνωστά στην Αίγυπτο, όπως τα πεπόνια (πέπων) και τ’ αγγούρια (σικυός). Μάλιστα υπήρχαν τριών ειδών αγγούρια, τα οποία είναι το λακωνικόν, ο σκυταλίας και το βοιωτικόν. Απ’ αυτά καλύτερα είναι τα λακωνικά όταν ποτίζονται, ενώ τ’ άλλα δεν πρέπει να ποτίζονται. Επίσης, τα αγγούρια έβγαιναν πιο δροσερά αν, πριν φυτευτούν οι σπόροι, μείνουν για λίγο μέσα στο γάλα ή σε διαλυμένο στο νερό μέλι. 
Τα σκόρδα, ακόμη, ήταν απαραίτητα για τους αρχαίους αφού ήταν συμπλήρωμα για κάθε σαλάτα τους. Όπως επίσης και τα κρεμμύδια.
Γενικά τα χορταρικά τα σερβίρανε με μια σάλτσα φτιαγμένη από λαδόξυδο και διάφορα καρυκεύματα.
Οπωσδήποτε η απουσία της ντομάτας στερούσε πολλά από την Αθηναία νοικοκυρά. Τα μανιτάρια όμως, αν και ήταν νοστιμότατα και περιζήτητα, όλοι τα φοβούνταν για το δηλητήριό τους.
Παρόλα αυτά, ένα περιβολάκι γεμάτο με δέντρα και λαχανικά ήταν όνειρο για τους αρχαίους.
Ακόμη και οι βασιλιάδες το λαχταρούσαν. Συγκεκριμένα ο Άτταλος ο Γ΄, ο φιλότεχνος βασιλιάς της Περγάμου, που κληροδότησε το βασίλειό του στη Ρώμη (το 133 π.Χ.), εύρισκε ευχαρίστηση στο λαχανόκηπό του, όπου, εκτός των άλλων, καλλιεργούσε νοσκύαμο, ελλέβορο και κώνειο. Κάποιοι υποστηρίζουν πως καλλιεργούσε αυτά τα φυτά γιατί έκανε έρευνες για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Άλλοι όμως παρατηρούν ότι αυτό που ενδιέφερε περισσότερο το φιλότεχνο βασιλιά ήταν η δραστικότητα τους ως δηλητηρίων, που, όπως λεγόταν φρόντιζε να στέλνει στους «φίλους» του.
Οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται να αγαπούσαν τα λαχανικά και γι’ αυτό να λαχταρούσαν να έχουν στο σπίτι τους ένα λαχανόκηπο. Βέβαια, αν θεωρήσουμε πως είναι αληθές αυτό που παρατήρησαν κάποιοι για το λαχανόκηπο του Αττάλου (πως, δηλαδή ενδιαφερόταν για τη δραστικότητα των φυτών), θα καταλάβουμε πως οι αρχαίοι δε λαχταρούσαν να έχουν στο σπίτι τους όλοι ένα λαχανόκηπο για τον ίδιο λόγο. Κάποιοι, -οι περισσότεροι- τους χρειάζονται για να τραφούν από αυτούς και να ζήσουν και άλλοι για να σκοτώσουν.
Βέβαια, τα λαχανικά ήταν απαραίτητα για τη ζωή τους.
Από τα λαχανικά όμως των αρχαίων τα κουκιά είτε βρασμένα, είτε ψημένα, είτε σε πουρέ (έτνος), ήταν το πιο αηδιαστικό φαγώσιμο, για τους οπαδούς του Πυθαγόρα. Κι όχι μόνο, τα κουκιά ήταν πρόβλημα και για τους Αιγύπτιους.
Τα υπόλοιπα όμως λαχανικά ήταν νόστιμα σε όλους, πιστεύω.

Νωγαλεύματα - μπαχαρικά.

Νωγαλεύματα έλεγαν οι αρχαίοι τα γλυκά φαγητά και γενικά κάθε λιχουδιά.
Οι Έλληνες φαίνεται να έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στα αρτύματα και στα διάφορα καρυκεύματα, που έδιναν πικάντικες γεύσεις στα φαγητά τους. Έτσι ένα σπίτι της Αθήνας φρόντιζε, να έχει πάντα στα ράφια του, αλάτι (άλας), ρίγανη (ορίγανο), ξύδι (όξος), θυμάρι (θύμον), σουσάμι (σύσαμο), σταφίδες, κάππαρη, αυγά, αλίπαστα, κάρδαμο, συκόφυλλα, κύμινο, ελιές, σίλφιο, πετιμέζι, σκόρδα και διάφορα άλλα.
Ένα μενού με ορεκτικά και γλυκίσματα που θα ενθουσίαζε και τους σημερινούς καλοφαγάδες.
Ένα γλύκισμα τους ήταν βέβαια οι μελόπιτες, τις οποίες, έλεγαν γενικά «μελιτούττα». Σε προτίμηση όμως είχαν κι ένα γλύκισμα από λιναρόσπορους και μέλι, τη «χρυσόκολλα». Ένα άλλο γλύκισμα που λεγόταν «έκχυτο» φτιαχνόταν από αλεύρι και τυρί ψημένο, μέσα σε καλούπια και ήταν περιχυμένο με κρασί μελωμένο.
Επίσης ένα άλλο γλύκισμα γινόταν με αλευρωμένο γάλα, που, όταν έμπαινε σε ειδικά κύπελλα, γαρνιρόταν με μέλι και πασπαλιζόταν με σουσάμι.
Οπωσδήποτε όμως τα πιο συνηθισμένα γλυκίσματα ήταν οι γαλατόπιτες.
Από τα καρυκεύματα, το πιο περιζήτητο αλλά και το πιο σπάνιο ήταν το μαύρο πιπέρι. Επίσης στόλιζαν τα φαγητά τους με σμύρνα, κάππαρη, ρίγανη, δυόσμο, κύμινο και διάφορα άλλα.
Όμως εκείνοι οι έμποροι που τολμούσαν να φέρουν στην Αθήνα πιπέρι ή άλλα μπαχαρικά, από τις αγορές της Ανατολής, κινδύνευαν να κατηγορηθούν σαν κατάσκοποι του βασιλιά των Περσών.
Αφού παρατηρείται ακόμη πως το πιπέρι είναι ξενικό όνομα, γιατί κανένα ελληνικό όνομα, εκτός από το μέλι, δεν τελειώνει σε «ι».
Παρόλα αυτά όμως βλέπουμε πως οι Έλληνες έχουν πλούτο μπαχαρικών και γλυκισμάτων. 

Το Μέλι.

Μια και η ζάχαρη ήταν άγνωστη στους αρχαίους, το μέλι ήταν κάτι από τα απαραίτητα για την καθημερινή διατροφή τους και βέβαια για τα γλυκίσματά τους που ήταν αγαπητά σε όλους.
Το μέλι ήταν γι’ αυτούς θείο δώρο, αφού πίστευαν πως έπεφτε από τον ουρανό, με την πρωινή δροσιά, πάνω στα λουλούδια και στα φύλλα και από εκεί το μάζευαν οι μέλισσες.
Την άποψη αυτή, σήμερα θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε αφελή, τότε όμως το μέλι ήταν τόσο πολύτιμο και απαραίτητο γι’ αυτούς, που κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφθεί κάτι τέτοιο.
Τις θρεπτικές ιδιότητες του μελιού, δεν τις αγνοούσε φυσικά κανένας, γι’ αυτό, σε κάθε περίπτωση, όλο έπαινοι ακούγονταν. Κι εξυμνούσαν, κυρίως, το μέλι της Αττικής, το περίφημο θυμαρίσιο μέλι. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως μόνο στην Αττική υπήρχε μέλι.
Η μελισσοκομία ανθούσε σε πολλά μέρη, στα νησιά και στην Αίγυπτο.
Το μέλι ήταν τόσο σημαντικό για τους αρχαίους, που αρκετές φορές γέμιζαν μεγάλους αμφορείς με αυτό και τ’ ανακάτευαν με κρασί για να κάνουν τις σπουδές, τόσο στους θεούς που τιμούσαν, όσο και στις ψυχές των νεκρών.
Καταλαβαίνουμε έτσι, μετά από αυτό, πόσο πολύτιμη θεωρούσαν την αξία του.

Τα φρούτα.

Η αγάπη των αρχαίων για τα φρούτα θεωρείται φυσικά αναμφισβήτητη, αφού ήταν απαραίτητα για τη διατροφή τους. Για να υπάρχουν όμως τα φρούτα απαραίτητο ήταν το γλυκό μεσογειακό κλίμα που ευνοούσε την ανάπτυξη όλων σχεδόν των δέντρων.
Παρόλα αυτά, ορισμένα φρούτα, όμως, όπως είναι τα πορτοκάλια, τα βερίκοκα, τα μανταρίνια, τα ροδάκινα, τα τζάνερα και άλλα ήταν άγνωστα στο διαιτολόγιο των αρχαίων. Έτσι η πληθώρα των φρούτων, που κατακλύζουν σήμερα τις αγορές, ήταν βέβαια κάτι το αδιανόητο για αυτούς.
Η αγάπη για τα φρούτα όμως έπεισε πολλούς ποιητές, ότι αξίζει ν’ αφιερωθούν μερικοί στίχοι σ’ αυτά.
Ακόμη, οι αρχαίοι συγγραφείς έλεγαν κάρυα όλους τους καρπούς με τον σκληρό φλοιό.
Η Δαμασκός της Συρίας, αναφέρουν κάποιοι πως ονομάστηκε έτσι από τα καλά δαμάσκηνα που έβγαιναν στα μέρη της.
Οι Ρόδιοι και οι Σικελοί έλεγαν τα δαμάσκηνα «βράβυλα», άλλοι τα έλεγαν «κοκκύμπλα», ενώ ένας ποιητής-συγγραφέας ο Θεόφραστος ο Συρακόσιος μιλάει για «δαμάσκηνα και σποδιάς», ένα είδος από άγρια δαμάσκηνα.
Τα μήλα ήταν επίσης γνωστά στους αρχαίους, όχι όμως με την πλούσια ποικιλία που παρουσιάζονται σήμερα στην αγορά.
Τα γλυκά μήλα τα έλεγαν «Ορβικλάτα» και τα πιο ζουμερά «σητάνια» ή «πλατάνια».
Περίφημα ήταν τα μήλα της Κορίνθου, που παλαιότερα λέγονταν και Εφύρη ή Εφύρα.
Πάντως, η πορτοκαλιά, που πατρίδα της θεωρείται η νοτιοανατολική Ασία, ήταν άγνωστη για τους αρχαίους αφού έγινε γνωστή στην Ευρώπη το 16ο αιώνα.
Ένα άλλο φρούτο που υπήρχε, όμως, στην αρχαία Ελλάδα ήταν τα κυδώνια που τα έλεγαν «στρουθία» και «κοδύματα».
Τα ροδάκινα που ήταν γνωστά στους Πέρσες ονομάζονταν «κοκκύμπλα», με το ίδιο όμως όνομα αναφέρονται και τα δαμάσκηνα.
Από τα πιο περιζήτητα φρούτα ήταν βέβαια τα σταφύλια, αλλά όσοι τα καλλιεργούσανε τα βλέπανε περισσότερο σαν κρασί.
Το πιο αγαπημένο φρούτο των αρχαίων ήταν όμως τα σύκα. Και τα πιο περίφημα ήταν τα σύκα της Αττικής, κάτι που ύμνησαν αρκετοί. Γι’ αυτό και ο Ίστρος (ένας γραμματικός, ποιητής και ιστορικός από την Κυρήνη) λέει στα «Αττικά» ότι «τα σύκα της Αττικής, που θεωρούνται και τα καλύτερα, δεν πρέπει να εξάγονται, ώστε να τα απολαμβάνουν μόνο οι Αθηναίοι...». Ακόμη αναφέρει, πως πολλοί όμως έκαναν μυστικά την εξαγωγή.
Η αγάπη και η εκτίμηση των αρχαίων για τα σύκα ασφαλώς μας εντυπωσιάζει, αφού πολλοί ποιητές και συγγραφείς έχουν αναφερθεί με πολύ μεγάλο θαυμασμό σ’ αυτά.
Τα σύκα υπήρχαν σε αφθονία και σε μεγάλη, για εκείνη την εποχή, ποικιλία. Τα πιο γνωστά ήταν τα χελιδώνια σύκα, οι αγριοσυκιές γενικά, οι λευκοαγριοσυκιές, οι φιβαλέους και οι οπωροβασιλίδας. Γνωστά επίσης ήταν τα ασπρόσυκα τα οποία τα έλεγαν «λευκερινεά» και μερικά που είχαν ξινή γεύση «οξάλια».
Φημισμένα ήταν και τα ροδίτικα σύκα, που ο Σαμιώτης κωμωδιογράφος Λυγκεύς τα συγκρίνει, στις «Επιστολές» του, με τα σύκα της Αττικής.
Αλλά και τα σύκα της Πάρου τα σύγκριναν με άλλα αγριόσυκα για να φανεί η νοστιμάδα τους.
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν διάφορα είδη σύκων.
Ο Φιλήμων, στις «Αττικές λέξεις», αναφέρεται στα βασιλικά σύκα.
Στην Αχαΐα ήταν συκιές που ωρίμαζαν το χειμώνα και οι καρποί τους λέγονταν «κοδώνια σύκα».
Μερικές συκιές καρποφορούσαν δύο φορές το χρόνο, και λέγονταν «δίφορες». Μερικοί μάλιστα συζητούσαν και για τρίφορη συκιά (φρούτα τρεις φορές το χρόνο) που έβγαινε όμως μόνο στη νήσο Κέα.
Το σύκο ήταν τόσο αγαπητό στους αρχαίους αλλά και στους απογόνους τους, που έχουν πάρει το όνομα του αρκετά χωριά στην εποχή μας.

Τα κρασιά.

Το κρασί ήταν κάτι το απαραίτητο στα γεύματα των αρχαίων και βέβαια στα συμπόσια, όπου έρεε άφθονο. Όμως δεν έπιναν το κρασί όπως εμείς, αλλά νερωμένο, όχι μόνο με γλυκό αλλά και με θαλασσινό νερό, αφού απέφευγαν να το πίνουν, όπως φαίνεται, ανέρωτο (άκρατος οίνος, όπως το έλεγαν). Βέβαια, έδιναν μεγάλη σημασία στην αναλογία του νερού με το κρασί αφού τους ήταν πολύ αγαπητό και δεν έπρεπε να γίνει κανένα απολύτως λάθος.
Η αναλογία λοιπόν με το νερό ήταν, συνήθως, στο μισό ή τρία μέρη νερό και δύο κρασί. Το νερό, ανάλογα με την εποχή, ήταν χλιαρό ή κρύο.
Μερικές φορές έριχναν μέσα και παγάκια, που τα έφερναν από τα βουνά και τα διατηρούσανε μέσα σε άχυρα.
Βέβαια, το παγωμένο κρασί ήταν μια πολυτέλεια. Τα δροσερά πηγάδια, έτσι, ήταν σχεδόν απαραίτητα αφού χρησίμευαν, φυσικά, για ψυγεία και τα καλά σπίτια φρόντιζαν να έχουν τους ειδικούς κάδους (ψυκτήρες) όπου έβαζαν και χιόνι για να παγώνει, όχι μόνο το κρασί αλλά και το νερό.
Οι αρχαίοι, ακόμη, έβαζαν συχνά μέσα στα κρασιά τους και διάφορα αρώματα, όπως θυμάρι, μέντα, γλυκάνισο, δεντρολίβανο, μυρτιά, ακόμη και μέλι, αλλά ποτέ ρετσίνη. Ένα τόσο ευωδιαστό κρασί έπαιρνε και το χαρακτηριστικό του όνομα, το έλεγαν «τρίμα».
Ακόμη, έφτιαχναν το κρασί με διαφορετικούς τρόπους, από τους σημερινούς, γεγονός που δείχνει πόσο εξελίχθηκε με τα χρόνια η παρασκευή του κρασιού.
Ο τρύγος λοιπόν γινόταν με συνοδεία αυλού που ρύθμιζε τις κινήσεις κι ήταν, όπως άλλωστε και σήμερα, ένα πολυήμερο πανηγύρι.
Τα σταφύλια τα έβαζαν σε μέρος που να τα βλέπει καλά ο ήλιος, για να φύγει το νερό που είχαν μέσα τους. Ύστερα τα πατούσαν, πάλι με χορούς και τραγούδια, κι άφηναν το μούστο να βράσει πέντε μέρες, μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι, τοποθετημένο σε σκιερό μέρος. Κατόπιν μάζευαν το γλυκό υγρό απ’ τον αφρό, που ήταν γεμάτο ζάχαρη, κι αποθήκευαν το μούστο σε πιθάρια που, πολλές φορές, τα έβαζαν μέσα στη γη. Τα σκέπαζαν και περίμεναν να μπει για καλά ο χειμώνας, για να τ’ ανοίξουν. Αρκετοί πάντως είχαν την υπομονή να περιμένουν μέχρι την άνοιξη, οπότε το κρασί ψηνόταν καλύτερα.
Ο τρύγος ήταν ένα από τ’ αγαπημένα θέματα για πολλούς αρχαίους. Αρκετοί συγγραφείς έχουν αφιερώσει στίχους και σ’ αυτόν.
Οι Αθηναίοι πάντως φρόντιζαν ν’ ανοίγουν τα πιθάρια τους την πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων, και ο κάθε νοικοκύρης, με το πρώτο κιόλας ποτήρι, έκανε σπονδή στο Διόνυσο, τον αγαπητό τους θεό, του κρασιού.
Ο κάθε τόπος στην αρχαία Ελλάδα είχε και το δικό του τρόπο παρασκευής του κρασιού.
Για να διατηρήσουν το μούστο, όμως, όλοι έριχναν μέσα και νερό αλατισμένο, όπως και διάφορα αρώματα. Και πολλές φορές έψηναν το μούστο σε σιγανή φωτιά.
Στη ρόδο και στην Κω όμως έβαζαν μέσα στο μούστο θαλασσινό νερό, γιατί πίστευαν ότι το κρασί που θα γίνει μ’ αυτό τον τρόπο δεν θα φέρει εύκολα τη μέθη και θα είναι πιο εύκολο στη χώνεψη.
Η μέθοδος αυτή έγινε αιτία να υποστηριχθεί, από κάποιους αρχαίους συγγραφείς, ότι, κατά το μύθο «φυγή του Διονύσου» στη θάλασσα σήμαινε κι ένα τρόπο οινοποιίας, που ήταν γνωστός από παλιά. Δηλαδή, η ανάμειξη του γλεύκους (μούστου), που εκπροσωπείται από το θεό Διόνυσο ή Βάκχο, με το θαλασσινό νερό.
Πολλοί μάλιστα -όπως ο Όμηρος- επαινούν και το κρασί του Μάρωνος από τη Θράκη γιατί βάζουν μέσα πολύ νερό.
Στην αρχαία Ελλάδα όμως τα γνωστότερα είδη κρασιού ήταν τέσσερα. Το άσπρο, το κιτρινωπό, το μαύρο και το κόκκινο.
Το άσπρο κρασί ήταν το ελαφρότερο, αρκετά χωνευτικό και διουρητικό, το κιτρινωπό, προς το ξανθό, είχε πιο ξινή γεύση, ενώ το μαύρο και το κόκκινο, που συνήθως είχαν γλυκιά γεύση, ήταν και τα πιο περιζήτητα.
Φυσικά τα παλιά κρασιά ήταν και τα καλύτερα, όπως άλλωστε και σήμερα. Γενικά πάντως πιστεύανε ότι όσο πιο παλιό είναι ένα κρασί τόσο πιο χωνευτικό και πιο ελαφρύ είναι.
Η αγάπη των αρχαίων για το κρασί ήταν μεγάλη, έτσι φρόντιζαν να υπάρχει τις περισσότερες φορές στο τραπέζι τους. Συγκεκριμένα πριν από το δείπνο ή το γεύμα, οι αρχαίοι ανακάτευαν το κρασί με το νερό σ’ ένα μεγάλο αγγείο, τον κρατήρα. Και οι δούλοι έπαιρναν το κρασί απ’ τον κρατήρα με μακριές κουτάλες, πήλινες, ξύλινες ή μεταλλικές, αλλά και με μια κανάτα μπορούσαν να γεμίσουν τα κύπελλα ή ποτήρια των καλεσμένων σε ένα τραπέζι.
Το κρασί αφού ήταν τόσο αγαπητό στους αρχαίους χρησίμευε βέβαια και για τις σπουδές, στις διάφορες θρησκευτικές τελετές. Μερικές φορές όμως η λατρεία ορισμένων θεοτήτων απέκλειε το κρασί, οπότε οι σχετικές σπουδές γίνονταν ακόμη και με γάλα! Είχαν όπως φαίνεται και τις προλήψεις τους όταν έπιναν ή χρησιμοποιούσαν το κρασί.
Το γεγονός όμως ότι οι Έλληνες αγαπούσαν τόσο πολύ το κρασί εξηγεί το λόγο για τον οποίο υπήρχαν τόσοι σπουδαίοι κρασότοποι στην Ελλάδα.
Το χιώτικο κρασί, παράδειγμα, που τ’ ονόμαζαν «αριούσιο», ήταν από τα ακριβότερα κρασιά στο εμπόριο και είχε μεγάλη φήμη. Όπως και το κρασί της Λέσβου που θεωρείται πολύ καλό. Καλά κρασιά ήταν ακόμη, τα κρασιά της Μυτιλήνης που οι Μυτιληναίοι τους έδιναν γλυκιά γεύση και τα ονόμαζαν πρόδρομα (τα πρώιμα) και πρότροπα (από απάτητα σταφύλια). Πασίγνωστα ήταν ακόμη τα κρασιά της Μένδης (παραλία πόλης της δυτικής ακτής της χερσονήσου Παλλήνης) όπου ράντιζαν τα σταφύλια, πάνω στα κλήματα, με το ελατήριο ή καθάρσιο (χυμός από άγρια αγγούρια) για να βγει μαλακό το κρασί. Και τέλος σε σπουδαία ζήτηση ήταν το κρασί της Ικαρίας που λεγόταν πράμνιο και δεν ήταν ούτε γλυκό, ούτε παχύ, αλλά στυφό και άγριο, με ιδιαίτερα εξαιρετική οσμή.
Τα κορινθιακά κρασιά αντίθετα όμως δεν ήταν σε ζήτηση γιατί όπως έλεγαν ήταν κρασιά βασανιστήρια και παράξενα.
Καλή φήμη δεν είχε όμως και το κρασί που φτιαχνόταν στα περίχωρα της Κερυνίας της Αχαΐας, αφού δημιουργούσε προβλήματα στις εγκύους.
Αλλά και για το κρασί της Θάσου λεγόταν πως καταπολεμούσε την αϋπνία, αλλά έφερνε και ύπνο!
Παρόλα αυτά τα καλύτερα κρασιά όπως υποστήριζαν και οι Ρωμαίοι ήταν τα ελληνικά, και από τα πιο περίφημα, του κυρίως ελληνικού χώρου, ήταν της Πεπαρήθου (Σκοπέλου), της Νάξου, της Λήμνου, της Ακάνθου (Θράκης), της Ρόδου και, από τα μικρασιατικά, της Μιλήτου.
Εκτός της κυρίως Ελλάδας ξεχώριζαν ακόμη το «χαλυβώνιο» κρασί της Δαμασκού, με κύριο προμηθευτή τη βασιλική αυλή της Περσίας, καθώς και τα φοινικικά κρασιά.
Περίεργο πάντως είναι το γεγονός πως οι αρχαίοι Έλληνες αγνοούσαν ή απέφευγαν το ζύθο, το εθνικό ποτό των Αιγυπτίων, που γινόταν από κριθάρι ή σίκαλη και από χουρμάδες, παρά τις τόσες συναλλαγές που είχαν.
Πάντως, η αρχαία Ελλάδα όπως φαίνεται είχε μεγάλη ποικιλία κρασιών, έτσι, επόμενο ήταν τα κρασιά να παίρνουν μια από τις πρώτες θέσεις στις αγορές του αρχαίου κόσμου.
Η μεγάλη αυτή ποικιλία κρασιών οδήγησε πρώτα τους Έλληνες και στη συνέχεια τους Ρωμαίους να ιδρύσουν τα «εμπορεία», όπου μπορούσε κανείς ν’ ανταλλάξει σκλάβους με τα καλύτερα κρασιά.
Πολλές περιοχές που είχαν άφθονα κρασιά φρόντιζαν για την εξαγωγή τους.
Όσα κρασιά ήταν να περάσουν στο εμπόριο φυλάγονταν μέσα σε μεγάλα και κατάλληλα πιθάρια, ενώ τα σπιτικά κρασιά ή όσα πήγαιναν στην κοντινή αγορά τα έβαζαν σε ασκούς από χοιρινά ή κατσικίσια δέρματα.
Τα πιθάρια είχαν πάνω τους και μία ειδική σφραγίδα με τ’ όνομα του εμπόρου καθώς και των τοπικών αρχόντων της περιοχής.
Η εισαγωγή και η εξαγωγή όμως των κρασιών ήταν κανονισμένες, κυρίως στο νησί Θάσο, με ειδικούς νόμους που τιμωρούσαν τις απάτες και νοθείες, εξασφαλίζοντας έτσι ένα πραγματικό «προστατευτισμό».
Μέσα από όλα αυτά καταλαβαίνουμε πως το κρασί αντιπροσώπευε τους αρχαίους Έλληνες και αυτοί το λάτρευαν αφού ήταν απαραίτητο για τη ζωή τους.

Το κυνήγι.

Το κυνήγι, κυρίως με τα τόξα, το αγαπούσαν όλοι οι... πολεμιστές, αφού ήταν άφθονο στην αρχαία εποχή και υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις όπου δεν πατούσε ανθρώπινο πόδι.
Τα δολώματα που χρησιμοποιούσαν ήταν κυρίως μικρά πιτσούνια και τυφλωμένα περιστεράκια!
Οι αρχαίοι έτρωγαν όχι μόνο τα περιστέρια αλλά όλα τα πετούμενα, ακόμη και τα μικρά σπουργίτια, εκτός απ’ τα κοράκια, με το σκληρό και στυφό κρέας τους. Απέφευγαν όμως να τρώνε και τα ορτύκια, αφού τα φυλάγανε για τις αξιολάτρευτες ορτυκομαχίες τους μια και το χρήμα είχε και αυτό την τιμητική του θέση στην κοινωνία.
Τα προϊόντα του κυνηγιού ήταν ακόμη, κυρίως, τσίχλες, συκοφάγοι, κοτσύφια, πέρδικες, ψαρόνια, αγριόπαπιες, χήνες κ.λ.π.
Αλλά από τα πιο ζηλευτά θηράματα ήταν οι αγριόχοιροι, τα ελάφια και τα ζαρκάδια, που ζούσαν τότε σ’ όλα τα ελληνικά βουνά.
Τέλος, τα αγαθά του κυνηγιού θεωρούνταν βέβαια από τους αρχαίους ως τα πιο νόστιμα.
Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων όπως φαίνεται ήταν πλήρης αν αναλογιστούμε τις τροφές που υπήρχαν τότε. Και οι Έλληνες δείχνουν να ήταν περισσότερο καλοφαγάδες παρά λιτοδίαιτοι, αφού στα συμπόσια τους τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, τα τραπέζια ήταν γεμάτα από πλήθος διαφόρων τροφών, και γευμάτων.
Εξάλλου, οι αρχαίοι έλεγαν πως ένα υγιές και καλό μυαλό πρέπει να βρίσκεται μέσα σε ένα υγιές σώμα. Δηλαδή όσο σημαντικό θεωρούσαν την πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου, τόσο σημαντικό θεωρούσαν και την καλή και σωστή διατροφή του.

Η εργασία αυτή με βοήθησε αρκετά να μάθω περισσότερα απ’ όσα γνώριζα για το διαιτολόγιο των προγόνων μας. Ήταν για μένα αρκετά σημαντική αφού μου πρόσφερε αρκετές πληροφορίες και γνώσεις για τη ζωή, γενικά, των αρχαίων Ελλήνων.
Και, πραγματικά, γνώρισα καλύτερα όχι μόνο τις διατροφικές επιλογές των αρχαίων Ελλήνων αλλά και τον τρόπο ζωής τους, γιατί πιστεύω πως μέσα από τη διατροφή κάποιου λαού μπορείς να καταλάβεις, λιγότερο ή περισσότερο, και τις καθημερινές του συνήθειες.

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Η ιστορία της Σοκολάτας.....!!!!!!!

 Η ιστορία της σοκολάτας στην Ευρώπη ξεκινάει με την ανακάλυψη της Αμερικής, πριν από 500 περίπου χρόνια. Μέχρι τότε οι κάτοικοι της Ηπείρου μας, δεν ήξεραν τίποτα για το συναρπαστικό αυτό φυσικό και απολαυστικό προϊόν, που έμελλε να γίνει με τα χρόνια η πιο αγαπημένη γεύση μικρών και μεγάλων. Οι πρώτες πληροφορίες που έχουμε για την καλλιέργεια κακαόδεντρων είναι από την εποχή του πολιτισμού των Μάγια κάπου στο 600 μ.Χ.

Στην εποχή των Αζτέκων το είδος ήταν σπάνιο και άξιζε όσο και το χρυσάφι. Οι καρποί προσφέρονταν συνήθως στους Θεούς και τους βασιλιάδες και χρησίμευαν ακόμα ως μέσο εμπορικών συναλλαγών, ως χρήμα.

H σοκολάτα όμως δεν ήταν τότε γνωστή με τη σημερινή στερεά μορφή της. Οι Αζτέκοι χρησιμοποιούσαν τους καρπούς του κακάο - αφού πρώτα τους έτριβαν μεταξύ τους και τους έκαναν σκόνη - για την παρασκευή ενός ροφήματος που το ονόμαζαν "Choclatl". Το ρόφημα αυτό, στο οποίο πρόσθεταν και άλλα μπαχαρικά, το έπιναν ζεστό και θεωρούσαν ότι ήταν χωνευτικό, δυναμωτικό και το καλύτερο φάρμακο της εποχής εκείνης, που μπορούσε να γιατρέψει κάθε αρρώστια.

O πρώτος Ευρωπαίος που Θεωρείται ότι ανακάλυψε και έφερε το κακάο στην Ευρώπη είναι o Hernando Cortez, o οποίος το Πάσχα του 1519 προσάραξε με το στόλο του στη χερσόνησο Γιουκατάν.

Εκεί τον υποδέχτηκε ο βασιλιάς των Αζτέκων, Μοντεζούμα, που του πρόσφερε χρυσάφι, πολύτιμους λίθους και ένα καλάθι γεμάτο με κόκκους κακάο.

Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία το 1528, o Cortez έφερε μαζί του τους πρώτους καρπούς του κακάο και τα απαραίτητα σύνεργα για την προετοιμασία του ροφήματος "Choclatl".  Το νέο αυτό ρόφημα κατέκτησε αμέσως τη Βασιλική Αυλή της Ισπανίας και απέκτησε σύντομα πιστούς φίλους μεταξύ της Ισπανικής αριστοκρατίας. Στα επόμενα χρόνια το ρόφημα έγινε μόδα της εποχής, που απλώθηκε σιγά - σιγά σε όλη την Ευρώπη.

Για πρώτη φορά σοκολάτα σε στερεά μορφή παρασκεύασε το παραδοσιακό μαγαζί του Λονδίνου "Ο Μύλος του Καφέ", που το 1674 παρουσίασε σοκολατένια ραβδάκια "αλά ισπανικά" και ένα γλύκισμα σοκολάτας σε συμπαγή μορφή.



ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΚΑΚΑΟ

Το δέντρο του κακάο είναι ένα τροπικό φυτό που ευδοκιμεί αποκλειστικά σε τροπικά κλίματα, εκεί που υπάρχει ζέστη και πολύ υγρασία. Είναι δέντρο ύφους 6-8 μέτρων με πυκνή φυλλωσιά και χρειάζεται περίπου 4 χρόνια από τη στιγμή που φυτεύεται για να αποδώσει καρπούς. Κάθε δέντρο παράγει κατά μέσο όρο 20 με 30 καρπούς το χρόνο από τους οποίους συλλέγονται 2 κιλά κόκκοι κακάο.



H συγκομιδή των ώριμων καρπών γίνεται με τη βοήθεια μιας λεπίδας προσαρμοσμένης σε ένα μακρύ κοντάρι. Οι καρποί ανοίγονται στη μέση από όπου ξεπροβάλλουν οι κόκκοι του κακάο, τυλιγμένοι μέσα σε ένα άσπρο πολτό. Οι κόκκοι του κακάο αποχωρίζονται από το εξωτερικό περίβλημα του καρπού και τοποθετούνται σε μεγάλα καλάθια για να υποστούν τη ζύμωση που είναι απαραίτητη για να αποβληθεί ο πολτός και να ξεχωρίσουν οι κόκκοι. Τα καλάθια σκεπάζονται με πλατιά φύλλα μπανανιάς. Αναπτύσσεται έτσι θερμοκρασία 50 βαθμών Κελσίου, ο πολτός λειώνει και παραμένουν καθαροί οι κόκκοι του κακάο.

Στη συνέχεια απλώνονται σε μεγάλες ψάθες πάνω στο έδαφος και εκτίθενται στον ήλιο, προκειμένου να ξεραθούν. Εκεί παίρνουν το καφέ χρώμα τους και αρχίζει να αναπτύσσεται το λεπτό άρωμά τους. Έτοιμοι πια συσκευάζονται σε σάκους και παίρνουν το δρόμο για εξαγωγή.

Οι ποικιλίες ταυ κακάο είναι πολλές. Η κάθε μια έχει τα δικά της ποιοτικά χαρακτηριστικά, ο συνδυασμός όμως των διαφόρων ποικιλιών είναι απαραίτητος για τη δημιουργία της ιδιαίτερης γευστικής απόλαυσης κάθε είδος σοκολάτας .


micro-kosmos.uoa.gr

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Το Αλάτι και οι ιδιότητες.........!!!!!!!!



Όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας.
Η αυξημένη ποσότητα αλατιού στα φαγητά που καταναλώνει κανείς, μπορεί να «σπρώχνει» το ανοσοποιητικό σύστημα να στρέφεται εναντίον του, με συνέπεια να εμφανίζονται ή να επιδεινώνονται διάφορες αυτοάνοσες παθήσεις, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, ο διαβήτης τύπου 1, η ψωρίαση και η ρευματοειδής αρθρίτιδα, σύμφωνα με τα πρώτα συμπεράσματα τριών νέων αμερικανικών επιστημονικών ερευνών, που δημοσιεύονται στο διεθνούς κύρους περιοδικό «Nature».

Το αλάτι -που είναι ήδη γνωστό πως αυξάνει τον αγγειακό κίνδυνο για την καρδιά και τον εγκέφαλο- φαίνεται πως επίσης μπορεί να «πυροδοτήσει» ένα τμήμα του ανοσοποιητικού συστήματος, έτσι ώστε το τελευταίο να στραφεί εναντίον των υγιών ιστών, αντί να αποτελεί την άμυνα του οργανισμού και να καταπολεμά τους παθογόνους μικροοργανισμούς.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αυξηθεί σημαντικά τα περιστατικά αυτοάνοσων παθήσεων διεθνώς. Έως τώρα οι επιστήμονες πίστευαν ότι τόσο οι γενετικοί, όσο και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες (κάπνισμα, έλλειψη βιταμίνης D, μόλυνση από ιούς κ.α.) αυξάνουν τον κίνδυνο για την εμφάνιση των αυτοάνοσων παθήσεων. Τώρα, για πρώτη φορά, σύμφωνα με το BBC, το πρακτορείο Ρόιτερ και το «Science», προκύπτουν στοιχεία ότι και το αλάτι μπορεί να παίζει το δικό του όχι αμελητέο ρόλο, αν και σε ποιό βαθμό ακριβώς συμβαίνει αυτό, παραμένει ακόμα άγνωστο.

Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Broad των πανεπιστημίων ΜΙΤ και Χάρβαρντ, με επικεφαλής τον βιολόγο Αβίβ Ρεγκέβ, που μελετούν τις αυτοάνοσες παθήσεις, διαπίστωσαν ότι ποντίκια που στο εργαστήριο υποβάλλονταν σε διατροφή πλούσια σε αλάτι, ήταν πιθανότερο να εμφανίσουν μια ασθένεια παρόμοια με τη σκλήρυνση κατά πλάκας (την αυτοάνοση εγκεφαλομυελίτιδα).
Μια άλλη ερευνητική ομάδα του πανεπιστημίου Γιέιλ, με επικεφαλής τον καθηγητή ανοσοβιολογίας Ντέιβιντ Χάφλερ, που έκαναν ανάλογα πειράματα με ποντίκια, κατέληξαν σε ανάλογες διαπιστώσεις, καθώς η αύξηση του αλατιού στη διατροφή των πειραματόζωων είχε εμφανή αρνητική επίπτωση στην αυτοάνοση πάθηση.

Οι ερευνητές πάντως επεσήμαναν ότι οι μελέτες τους βρίσκονται ακόμα σε αρχικό στάδιο και είναι συνεπώς πρόωρο να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα. Ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους με υψηλή αρτηριακή πίεση (η οποία επίσης επιδεινώνεται με το πολύ αλάτι), για να διαπιστωθεί αν υπάρχει σχέση ανάμεσα στην κατανάλωση αλατιού και στην εμφάνιση των αυτοάνοσων παθήσεων.

Παράλληλα, ο Χάφλερ πήρε έγκριση για να ελέγξει τις επιπτώσεις της μείωσης του αλατιού στη διατροφή των ασθενών με σκλήρυνση κατά πλάκας, προκειμένου να διαπιστωθεί αν και κατά πόσο βελτιώνονται τα συμπτώματά της νόσου. Θα περάσουν χρόνια όμως εωσότου γίνει γνωστό το αποτέλεσμα αυτής της μελέτης, αν και, όπως είπε ο αμερικανός ερευνητής, καλό θα ήταν κανείς να μειώσει άμεσα τις τροφές τύπου «φαστ φουντ» που περιέχουν πολύ αλάτι.
«Προς το παρόν, αυτό που μπορούμε να κάνουμε, είναι να ενημερώνουμε το κοινό για τα ευρήματα των ερευνών. Δεν έχουμε απολύτως καμία σύσταση να κάνουμε, καθώς υπάρχει ακόμα χάσμα ανάμεσα στις επιστημονικές ανακαλύψεις και στην ‘μετάφρασή' τους σε κλινικό επίπεδο», όπως τόνισε ο δρ Ρεγκέβ. Από την πλευρά του, ο Χάφλερ επεσήμανε ότι μια διατροφή με λίγο αλάτι είναι απίθανο να προκαλεί κάποια βλάβη.

«Απρόσμενα και πολύ ενδιαφέροντα» χαρακτήρισε τα ευρήματα ο καθηγητής Αλαστερ Κόμπστον του πανεπιστημίου Κέμπριτζ, τονίζοντας ότι η νέα έρευνα «όπως όλη η καλή επιστήμη, φέρνει μια τελείως νέα ιδέα, που κανείς δεν είχε σκεφτεί έως τώρα». Όπως είπε, το αλάτι μπορεί να έχει παρόμοια επίδραση με άλλους παράγοντες, όπως το κάπνισμα και η έλλειψη βιταμινών, που επίσης παίζουν ρόλο στην εμφάνιση και την εξέλιξη των αυτοάνοσων παθήσεων. Τόνισε όμως ότι η μείωση ή η διακοπή της κατανάλωσης του αλατιού δεν πρόκειται να αποτελέσουν θεραπεία για μια νόσο όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας (ή πολλαπλή σκλήρυνση), που πλήττει το κεντρικό νευρικό σύστημα.

Πηγή: ΑΜΠΕ

Χαρακτηριστικά της Μεσογειακής Διατροφής....!!!!



Με τον όρο «Μεσογειακή Διατροφή» περιγράφεται η παραδοσιακή διατροφή των πληθυσμών της Μεσογείου η οποία οδηγεί σε ένα από τα υψηλότερα προσδόκιμα ζωής στον κόσμο. Οι πρώτες μελέτες σχετικά με τις διατροφικές συνήθειες των χωρών αυτών,  έλαβαν χώρα τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 και ανέδειξαν την τεράστια αξία της μεσογειακής διατροφής σε σχέση με την υγεία.
Εμπεριστατωμένες επιστημονικές μελέτες συνεχίζονται ακόμα και σήμερα πάνω στο θέμα, με τη μία διατροφική μελέτη να επιβεβαιώνει την προηγούμενη. Τα αποτελέσματα δείχνουν, την άμεση σχέση των πληθυσμών, που ακολουθούν τη μεσογειακή διατροφή, με την – κατά πολύ – μειωμένη συχνότητα εμφάνισης των καρδιακών παθήσεων και επίσης την πολύ μειωμένη συχνότητα εμφάνισης ορισμένων τύπων καρκίνου, όπως επίσης και πολλών άλλων ασθενειών οι οποίες σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τη διατροφή.
Σήμερα συγκεκριμένα στοιχεία των τελευταίων επιστημονικών ερευνών δείχνουν ότι οι άνθρωποι που ακολουθούν τη μεσογειακή διατροφή έχουν πιο υγιή καρδιά και πως εάν τα άτομα που ανήκουν στις επονομαζόμενες ομάδες υψηλού κινδύνου, στραφούν στη μεσογειακή διατροφή και αρχίσουν να διατρέφονται με ελαιόλαδο, ψάρια, φρέσκα φρούτα και ξηρούς καρπούς μπορεί να προληφθεί περίπου το 30% των καρδιακών προσβολών αλλά και των εγκεφαλικών επεισοδίων και των θανάτων που οφείλονται σε καρδιακές παθήσεις.

Κοινά στοιχεία Διατροφής των Χωρών της Μεσογείου

Οι πληθυσμοί γύρω από τη Μεσόγειο λοιπόν μοιράστηκαν, μέσα από τη διατροφή, ένα κοινό μυστικό υγείας και ευημερίας, που μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά μέσα από τον προφορικό λόγο αλλά και μέσα από την πρακτική. Παρά τις κάποιες διαφορές που μπορεί να παρατηρήσει κανείς στις διατροφικές συνήθειες των λαών των χωρών γύρω από τη Μεσόγειο,  στην ουσία τα κοινά στοιχεία – που πιθανόν προκύπτουν από την ίδια τη φύση, από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μεσογειακών οικοσυστημάτων και από τις παρεμφερείς  μνήμες και αξίες – είναι πολύ περισσότερα.

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Η Κρίση μας άλλαξε τις διατροφικές μας συνήθειες.......!!!




Με ρύζι, πατάτες και όσπρια σιτίζονται περισσότερο οι Έλληνες, καθώς η κρίση έχει βάλει «μαχαίρι» σε πιο ακριβά είδη διατροφής, όπως είναι το κρέας και τα ψάρια.

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Καταναλωτή, η καταναλωτική οργάνωση ΕΚΠΟΙΖΩ ανακοίνωσε τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας «Διατροφή και Οικονομική Κρίση», σύμφωνα με τα οποία πάνω από τα μισά νοικοκυριά (55,1%) έχουν υποστεί μείωση των εισοδημάτων τους.

Το 44% απάντησε ότι το εισόδημά του δεν επαρκεί για την κάλυψη των καθημερινών διατροφικών του αναγκών.
Βασικό κριτήριο για την επιλογή τροφίμων, αλλά και για την επιλογή του καθημερινού γεύματος είναι το κόστος.
Τα τρόφιμα που έχουν περιοριστεί περισσότερο λόγω κόστους είναι το κρέας (63,7%), τα ψάρια (60,5%), τα γλυκά (51,2%) και το αλκοόλ (48,8%).

Τα τρόφιμα που επιλέγονται συχνότερα για κατανάλωση προκειμένου να μειωθεί το κόστος διατροφής είναι ρύζι/πατάτες (70,8%), όσπρια (70,8%), ψωμί (50,2%) και λαχανικά (46,9%).

Επιπλέον το 93% του δείγματος δήλωσε ότι έχουν περιορίσει το φαγητό σε εστιατόρια και ταβέρνες.
  
(Πηγή::  The Best news Πάτρας..)



Στα Βυζαντινά χρόνια

      Oι γραπτές πηγές δίνουν πολλές πληροφορίες για τη διατροφή των Βυζαντινών. Βασική επιδίωξη ήταν η αυτάρκεια του νοικοκυριού και γι' αυτό
κάθε οικογένεια καλλιεργούσε τα βασικά λαχανικά και εξέθρεφε κάποια ζώα (κυρίως πουλερικά). Βέβαια αυτό ήταν δύσκολο να ισχύει στις μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, που την περίοδο της ακμής της έφτανε τους 500.000 κατοίκους. Για αυτές τις περιπτώσεις επενέβαινε η κρατική μέριμνα, κυρίως μέσω του έπαρχου της πόλης.

      Τα κύρια γεύματα των Βυζαντινών ήταν το πρόγ(ε)υμα ή πρόφαγον, το άριστον ή μεσημβρινόν (γεύμα), καθώς και ο δείπνος. Έτρωγαν χρησιμοποιώντας κυρίως τα χέρια, αφού το πηρούνι ήταν άγνωστο μέχρι το 10ο αιώνα και η χρήση του σπάνια στους επόμενους αιώνες.
Χρησιμοποιούσαν επίσης κοχλιάρια ή κουτάλια και μαχαίρια. Πριν και μετά το φαγητό έπλεναν τα χέρια τους, χρησιμοποιώντας το χέρνιβ(ι)ον (πήλινο ή μεταλλικό αγγείο).

Στο φούρνο

      Τα κυριότερα είδη διατροφής ήταν το ψωμί, το λάδι, οι ελιές και το τυρί. Η ποιότητα του ψωμιού παρουσίαζε ποικιλία και ήταν ανάλογη με τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή. Έτσι καλύτερος και ακριβότερος άρτος ήταν ο καθαρός άρτος ή ο σεμίδαλις. Φτιαγμένος από καθαρό ψιλοκοσκινισμένο σιτάρι ή από σιμιγδάλι, τον απολάμβαναν οι πλουσιότερες ομάδες του πληθυσμού. Οι υπόλοιποι αρκούνταν σε έναν υποδεέστερο τύπο ψωμιού, το μεσοκάθαρον ή της μέσης ή ακόμη και στους ρυπαρούς ή κυβαρούς άρτους, ζυμωμένους από άλλα, χαμηλής ποιότητας δημητριακά, και συνυφασμένους με τη φτώχεια. Ένδειξη απόλυτης φτώχεια ς ήταν η κατανάλωση ψωμιού από πίτουρα (πιτεράτον). Αντίστοιχες διακυμάνσεις στην ποιότητα υπάρχουν και στα είδη τυριού, το αγαπημένο προσφάγι(ο)ν των Βυζαντινών. Εκλεκτά τυριά θεωρούνταν το βλάχικο και το κρητικό. Γνωστά επίσης ήταν το ανθότυρο (απότυρον) και η μυζήθρα, ενώ το κακής ποιότητας τυρί το ονόμαζαν ασβεοτότυρον.

Όταν η υγιεινή διατροφή ήταν αναγκαστική

      Η φθηνότερη και πιο διαδεδομένη τροφή για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν τα λαχανικά και τα όσπρια. Με δεδομένες δε τις μεγάλες περιόδους νηστείας που προβλέπει η Εκκλησία, και τις οποίες φαίνεται ότι τηρούσαν με αρκετή ευλάβεια οι Βυζαντινοί, οι τροφές αυτές καταναλώνονταν για μακρύ χρονικό διάστημα από το σύνολο του πληθυσμού. Δεν είναι πάντα εύκολο να ταυτίσουμε τα διάφορα είδη λαχανικών που αναφέρουν οι πηγές.
Μεγάλη κατανάλωση είχαν τα λάχανα, τα πράσα, τα κρεμμύδια, τα τεύτλα, τα μαρούλια, τα ραδίκια, το καρότο, ο αρακάς, η ρόκα. Αγνωστες φυσικά ήταν οι πατάτες και οι ντομάτες, που έφτασαν στην Ευρώπη πολύ αργότερα. Από τα όσπρια συναντάμε τα φασόλια, τις φακές, τα ρεβίθια, τα κουκιά, τα λούπινα.


Και το απαραίτητο ιώδιο από τη θάλασσα
 

      Τη διατροφή των Βυζαντινών συμπλήρωναν, κυρίως στις παραθαλάσσιες και παραποτάμιες περιοχές, τα ψάρια και τα θαλασσινά. Βέβαια, στις μεγάλες πόλεις και γενικότερα όπου δεν υπήρχε άμεση δυνατότητα αλιείας, τα μεγάλα και ακριβά ψάρια (κεφάλα, συναγρίδες, μπαρμπούνια, λαβράκια, λυθρίνια, καλκάνια) ήταν προνόμιο των λίγων, ενώ οι υπόλοιποι περιορίζονταν στα μικρά ψάρια (σαρδέλες, παλαμίδες, σκουμπριά, τσίρους) και κυρίως στα παστά.

Tο κρέας, είδος πολυτελείας

      Η ίδια διάκριση ισχύει και για την κατανάλωση του κρέατος. Τα ζώα της οικογένειας εκτρέφονταν κυρίως για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αυγά. Η κατανάλωση κρέατος, ακόμη και του παστού, ήταν μια σπάνια πολυτέλεια για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Αντίθετα, στα τραπέζια των πλουσίων έβρισκαν συχνότερα τη θέση τους αρνιά, κατσίκια, κότες, πουλερικά, καθώς και κυνήγια. Σε ιδιαίτερη εκτίμηση είχαν τα χοιρινά κρέατα. Τα εντόσθια θεωρούνταν υποδεέστερη τροφή, κατασκεύαζαν όμως με αυτά φαγητά που θυμίζουν το σημερινό κοκορέτσι (πλεκτήν) και τη γαρδούμπα (γαρδούμιον).
 

Κι όμως έτρωγαν και επιδόρπιο
 
      Βασικό συμπλήρωμα της διατροφής ήταν τα φρούτα (μήλα, αχλάδια, σύκα ξερά και φρέσκα, κεράσια, σταφύλια, πεπόνια κ.ά.), καθώς και οι ξηροί καρποί (καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια). Τέλος, ως επιδόρπια (επίδειπνα ή δούλκια) είχαν διάφορα γλυκίσματα. Κύριο γλυκαντικό μέσο ήταν το μέλι. Γνωστά γλυκίσματα της εποχής είναι ο σησαμούς (παστέλι), η μουστόπιτα (μουσταλευριά), το κυδωνάτον (κυδωνόπαστο), διάφορα γλυκά κουταλιού, καθώς και είδος τηγανίτας (το λάγανον ή λαλλάγγι). Ένα γλύκισμα (κοπτοπλακούς) με φύλλα ζύμης, αμύγδαλα, καρύδια και μέλι μοιάζει να είναι ο πρόγονος του μπακλαβά.
 

Γάρος, μια σάλτσα με πολλές παραλλαγές

      Κύρια μέσα παρασκευής των φαγητών ήταν το ελαιόλαδο και τα ζωικά λίπη. Χρησιμοποιούσαν δε όλους τους γνωστούς σήμερα τρόπους μαγειρικής (ψήσιμο, βράσιμο, τηγάνισμα, αλεσμένα με μορφή πουρέ κ.λπ.). Για να προσδώσουν γεύση στο φαγητό πρόσθεταν διάφορα αρτύματα (ηδύσματα), όπως σάλτσες (που σερβίρονταν και σε ειδικά σκεύη, τα σαλτσάρια), αρωματικά φυτά (άνηθο, μαραθο, δενδρολίβανο, ρίγανη, κάπαρη) ακόμη και
μπαχαρικά. Η πιο διαδεδομένη σάλτσα που χρησιμοποιούσαν στη βυζαντινή κουζίνα ήταν το γάρον ή ο γάρος. Γνωστό από την αρχαιότητα, το γάρον φτιαχνόταν από εντόσθια ψαριών και μικρά ψάρια, τα οποία αφού αλάτιζαν και πιθανώς ανακάτευαν με κρασί, τα άφηναν στον ήλιο για δύο έως τρεις μήνες ή τα έβραζαν για αρκετές ώρες. Το υγρό αυτό χρησιμοποιούσαν σε διάφορες παραλλαγές (ανακατεμένο με νερό, κρασί, λάδι ή ξύδι) για να αρτύσουν όλων των ειδών τα φαγητά, λαχανικά, κρέατα, ψάρια. Τα μπαχαρικά (πιπέρι, κανέλα, γαρίφαλο, κάρδαμο) εισάγονταν από την Ανατολή και φυσικά η τιμή τους ήταν απαγορευτική για το συνηθισμένο βυζαντινό τραπέζι.
      Αν και πολλά από τα βυζαντινά φαγητά μοιάζουν να είναι πολύ κοντά στις νεοελληνικές γευστικές συνήθειες, όπως τα σκορδάτα και τα κρασάτα κρέατα, ορισμένοι συνδυασμοί γεύσεων της βυζαντινής μαγειρικής σήμερα θα φαίνονταν τουλάχιστον περίεργοι. Είναι γνωστή η συνταγή του κατσικιού που γεμιστό με σκόρδα, πράσα και κρεμμύδια και περιχυμένο με γάρον, έστειλε ως εκλεκτό δώρο ο Νικηφόρος Φωκάς στον Λιουτπράνδο της Κρεμόνας και το οποίο δεν εκτίμησε καθόλου ο πικρόχολος αυτός άνθρωπος από την «καθυστερημένη» Δύση.
 

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ
 
      Η Ελληνική παραδοσιακή κουζίνα , μία από τις σημαντικότερες της Μεσογείου λόγω της αφθονίας των πρώτων υλών της , θα έπρεπε να καλύπτει το 80% του ετήσιου διαιτολογίου της οικογένειας μας. Όσπρια, λαδερά, πίτες, σούπες, μεζέδες, σπιτικά γλυκά και τόσα άλλα που δυστυχώς χρόνο με τον χρόνο εξαφανίζονται από την ζωή μας με αποτέλεσμα μυρωδιές και τεχνικές από όλη την Ελλάδα να ξεθωριάζουν και να χάνονται. Η κουζίνα και η γαστρονομική παράδοση αποτελούν βασικό συστατικό της πολιτιστικής ταυτότητας των λαών και μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων. 

Αυτό που κάνει την ελληνική παραδοσιακή κουζίνα να ξεχωρίζει από τις άλλες είναι ο συνδιασμός των εξής παραγόντων: τα μοναδικά συστατικά , η ελληνική φιλοσοφία πάνω στα διατροφικά θέματα και στην ιδέα του, να μοιράζεται κανείς τα γεύματα με άλλους , καθώς και η ίδια η χώρα και η όλη ατμόσφαιρα. Οι παραδοσιακές ελληνικές συνταγές αξιοποιούν την πληθώρα των τοπικών προιόντων και συνθέτουν μία κουζίνα μεσογειακή, υγιεινή και γευστική. Η ελληνική κουζίνα έχει 4 μυστικά: 1. Τα καλά και φρέσκα συστατικά, 2. την σωστή χρήση των μυρωδικών και μπαχαρικών, 3. το διάσημο ελληνικό ελαιόλαδο, 4. την απλότητά της. 
Η διατροφή μας πρέπει να είναι πλούσια σε ψάρι, λαχανικά, φρούτα, όσπρια, ξηρούς καρπούς, ελαιόλαδο, πουλερικά χαμηλή σε κόκκινο κρέας. Ερευνητές ανά τον κόσμο υποστηρίζουν ότι η χρήση και ο συνδυασμός αυτών των υλικών στην καθημερινή μας διατροφή προστατεύουν τον ανθρώπινο οργανισμό από καρδιολογικές και άλλες παθήσεις !  
Η διατροφή είναι βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση της σωματικής και κατά συνέπεια της ψυχικής υγείας. Η σωματική υγεία έχει απόλυτη εξάρτηση από τη διατροφή καθώς δεν εξασφαλίζεται μοναχά από την ιατρική τεχνολογία αλλά κατά ένα μεγάλο μέρος από την πρόληψη.
Καθημερινά παρατηρούμε ότι οι συνήθειές μας αλλάζουν εις βάρος της υγείας μας καθώς ο σύγχρονος άνθρωπος απομακρύνεται από την παραδοσιακή διατροφή και παραδίνεται στους γρήγορους ρυθμούς της ζωής με το γρήγορο έτοιμο φαγητό και τα βιομηχανοποιημένα προϊόντα. Συνέπεια είναι ότι μια σειρά από ασθένειες αλλά και η παχυσαρκία ταλαιπωρούν το δυτικό κόσμο.
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην παραδοσιακή ελληνική διατροφή η οποία αποδεικνύεται ασπίδα της υγείας.
Κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής παραδοσιακής διατροφής είναι η ποικιλία των φαγητών όπου κυριαρχούν τα όσπρια, τα άγρια χόρτα, το ψωμί, τα φρέσκα φρούτα , τα λαχανικά , τα ψάρια και κυρίως το ελαιόλαδο. Το κόκκινο κρέας και τα τυροκομικά συνιστώνται σε μικρές ποσότητες.
Ο τρόπος παρασκευής φαγητών και γλυκισμάτων στους διάφορους τόπους της Ελλάδας επαναλαμβανόμενος ανά τους αιώνες από τόπο σε τόπο, από νοικοκυριό σε νοικοκυριό και από εστιατόριο σε εστιατόριο συντέλεσε ώστε να δημιουργηθεί η Παραδοσιακή Ελληνική Κουζίνα. Σ΄ αυτό το γενικό μοντέλο της Ελληνικής Παραδοσιακής Κουζίνας οι κάτοικοι της ελληνικής επαρχίας έβαλαν τις δικές τους ιδιαίτερες γεύσεις και με βάση τις τοπικές συνήθειες αλλά και τα τοπικά προϊόντα δημιούργησαν τις Τοπικές Παραδοσιακές Κουζίνες. Βέβαια η ελληνική κουζίνα επηρεάστηκε κι από άλλες κυρίως από την τουρκική και την ενετική (στα νησιά του Ιονίου) όπως συμπεραίνουμε από διάφορα φαγητά.
Χαρακτηριστικό του ελληνικού τραπεζιού είναι η ποικιλία των πιάτων από τα οποία κανένα δε μονοπωλεί τη γεύση. Αυτοί είναι οι μεζέδες. Το φαγητό στο ελληνικό τραπέζι συνοδεύεται από ψωμί που παραδοσιακά είναι ζυμωτό. Σε αρκετά ελληνικά χωριά ακόμα και σήμερα ζυμώνουν χωριάτικο ψωμί με προζύμι και το ψήνουν σε χτιστούς φούρνους τους οποίους ανάβουν με ξύλα.
Δεν ξεχνάμε και τα γλυκά. Το πιο γνωστό γλυκό που προσφέρεται στα χωριά και στις πόλεις είναι το πατροπαράδοτο γλυκό του κουταλιού, δηλαδή φρούτα της κάθε εποχής διατηρημένα σε ζάχαρη. Παραδοσιακά είναι επίσης τα σιροπιαστά γλυκίσματα με βάση τους ξηρούς καρπούς, το σπιτικό φύλλο και το μέλι που δίνει στα γλυκά αυτά ιδιαίτερη γεύση αλλά και υψηλή διατροφική αξία.
Ιδιαίτερη θέση στο ελληνικό τραπέζι είχε από την αρχαιότητα και συνεχίζει να έχει το κρασί.
Το φαγητό συνοδεύει στην ελληνική κοινωνία πολλές δραστηριότητες και καταστάσεις. Συχνά σερβίρονται ειδικά φαγητά στις γιορτές, στους γάμους ή σε συγκεκριμένες κοινωνικές εκδηλώσεις. Υπάρχουν ιδιαίτερες παραδοσιακές συνταγές σε πολλές περιοχές της Ελλάδας οι οποίες παραδίνονται αναλλοίωτες από γενιά σε γενιά για να γεμίσουν το τραπέζι της χαράς ή της λύπης αντίστοιχα. Αυτές τις συνταγές τις γνωρίζουν και τις μεταδίδουν κυρίως οι γυναίκες της ελληνικής επαρχίας αλλά και όλα τα μέλη των μικρών τοπικών κοινωνιών τις αναγνωρίζουν, τις αποδέχονται και τις περιμένουν προκειμένου να ολοκληρωθεί ένα κοινωνικό γεγονός. Συγκεκριμένα φαγητά γεμίζουν και το εορταστικό τραπέζι των Χριστουγέννων , της Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα αν και τα τελευταία χρόνια ξενικά εδέσματα τείνουν να εκτοπίσουν την Παραδοσιακή εορταστική κουζίνα κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει σε κείνες τις μέρες του χρόνου που οι ορθόδοξοι χριστιανοί νηστεύουν και κάποιες τροφές αποκλείονται όπως το κρέας, το τυρί, τα αυγά ή και το λάδι. Οι νηστείες που συνιστά η Ορθόδοξη Εκκλησία φαίνεται ότι αποτελούν έναν άριστο οδηγό καλής διατροφής που προάγει την καλή υγεία. Μια σειρά από παραδοσιακές συνταγές δείχνουν πως τα ελληνικά νοικοκυριά γνωρίζουν ότι η ανάπτυξη επιτυγχάνεται με φυτική πρωτεΐνη εξίσου καλά όπως και με τη ζωική αρκεί να χρησιμοποιούνται ποικίλες πηγές φυτικής πρωτεΐνης όπως τα όσπρια , τα δημητριακά , το ψωμί ,το ρύζι κλπ.
Επειδή οι μαθητές διαμορφώνουν ακόμα αξίες, στάσεις, συμπεριφορές η ευαισθητοποίηση τους σε θέματα διατροφής έχει ως στόχο να επηρεάσει τις
διατροφικές τους συνήθειες και να καλλιεργήσει ικανότητες για τη διεκδίκηση του δικαιώματος της υγείας. Καθώς σήμερα οι κίνδυνοι πίσω από τις
διατροφικές επιλογές είναι πολλοί, σκοπός κάθε προγράμματος αγωγής υγείας είναι να αποτελέσει τον οδηγό στην κατεύθυνση της υγιεινής ζωής και
να βοηθήσει τα παιδιά να ενημερωθούν για τις καλές ή κακές επιλογές τους.


Μεσογειακή Διατροφή
      Μεσογειακή διατροφή είναι όρος που επινοήθηκε από τον φυσιολόγο Άνσελ Κις για να περιγράψει το μοντέλο διατροφής, το οποίο ακολούθησαν οι λαοί των μεσογειακών χωρών που συμπεριλαμβανόταν στην μελέτη των Επτά Χωρών (Ιταλία, Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία κ.α). Στη Διεθνή διάσκεψη για τις Μεσογειακές Διατροφές το 1993 αποφασίστηκε τι θα θεωρείται υγιεινή, παραδοσιακή Μεσογειακή Διατροφή και το 1995 μια ομάδα επιστημόνων του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ δημιούργησε την «Πυραμίδα της Μεσογειακής Διατροφής».
Τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής Μεσογειακής Διατροφής:
• Άφθονες φυτικές ίνες (φρούτα, λαχανικά, ψωμί, δημητριακά, πατάτες, όσπρια, καρποί)
• Ελάχιστα επεξεργασμένα προϊόντα
• Γαλακτοκομικά προϊόντα(κυρίως τυρί και γιαούρτι), καθημερινά σε μικρές έως μέτριες ποσότητες.
• Ψάρια και πουλερικά, σε μικρές έως μέτριες ποσότητες.
• Κόκκινο κρέας, σε μικρές ποσότητες
• Ελαιόλαδο ως κύρια πηγή λιπαρών που περιέχουν μονοακόρεστα λιπαρά οξέα.

Η συγκεκριμένη διατροφική σύνθεση της Μεσογειακής Διατροφής έχει ως αποτέλεσμα αφενός χαμηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά και
χοληστερίνη και αφετέρου υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και ίνες. Η καθημερινή κατανάλωση ελαιόλαδου συνεπάγεται υψηλή περιεκτικότητα της δίαιτας σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα.

ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

• 1. ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

      Όσοι ασχολούνται με τα σπορ ξέρουν πόσο μεγάλη σημασία έχει γι αυτούς η διατροφή τόσο για να διατηρήσουν τη φόρμα τους όσο και για να εξελιχθούν στον τομέα τους.
Γι αυτό λοιπόν υπάρχουν και αυτοί οι κανόνες :
• 1. καθόλου κάπνισμα
• 2. καθόλου, ή ελάχιστο κρασί
• 3. ποτέ απεριτίφ, ουίσκι ή άλλα οινοπνευματώδη
• 4. καθόλου μαγειρεμένα λίπη
• 5. καθόλου, ή ελάχιστο έτοιμο φαγητό( fast food)
• 6. από αλλαντικά μόνο γαλοπούλα
• 7. όσο το δυνατόν λιγότερες κονσέρβες
• 8. όσο λιγότερο αλάτι
• 9. κατανάλωση αγνών τροφών

Αυτοί που ασχολούνται με τα σπορ αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα και έχουν επομένως μεγαλύτερες ανάγκες από το μέσο άνθρωπο. Γενικά ο αθλητής χρειάζεται περίπου 3.500 θερμίδες την ημέρα και οι αθλήτριες 3.000.Η ανάγκη του οργανισμού σε πρωτεΐνες είναι επίσης μεγαλύτερη: 200 έως 250 γραμμ. Κρέας ή ψάρι περισσότερο από 2/3 του λίτρου γάλα και 50 έως 100 γραμμ. τυρί ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ατόμων που ασχολούνται με τον αθλητισμό.

• 2. ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΠΟΥ ΠΑΣΧΟΥΝ ΑΠΟ ΔΙΑΒΗΤΗ

      Τα άτομα που πάσχουν από διαβήτη σαφώς και πρέπει να ακολουθούν μια διαφορετική διατροφή από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Στόχοι διατροφικής αγωγής για όλα τα άτομα που πάσχουν από διαβήτη είναι η απόκτηση και διατήρηση μεταβολικών στόχων, η πρόληψη και η θεραπεία των χρονικών επιπλοκών του διαβήτη, η προαγωγή υγείας μέσω υγιεινών τροφικών επιλογών και αύξηση της φυσικής δραστηριότητας και ο προσδιορισμός ατομικών διατροφικών αναγκών λαμβάνοντας υπόψη προσωπικές, πολιτισμικές προτιμήσεις και τον τρόπο ζωής των διαβητικών ατόμων .
      Οι στόχοι της διατροφικής αγωγής διαφοροποιούνται ανάλογα με την ομάδα ασθενών που ο ειδικός γιατρός απευθύνεται. 
Έτσι:
• 1. Για τους νέους με διαβήτη τύπου 1, πρέπει να προάγεται η επαρκής πρόσληψη ενέργειας, για να εξασφαλισθεί έτσι η φυσιολογική ανάπτυξη τους, εντάσσοντας την λήψη ινσουλίνης στις διατροφικές τους συνήθειες αλλά και την φυσική τους δραστηριότητα.
• 2. Για τους νέους με διαβήτη τύπου 2, υιοθέτηση αλλαγών στις διατροφικές συνήθειες και τη φυσική δραστηριότητα ώστε να μειωθεί η αντίσταση στην ινσουλίνη και να προαχθεί η καλή μεταβολική ρύθμιση.
• 3. Για τις έγκυες γυναίκες ή της γυναίκες που θηλάζουν θα πρέπει να προάγεται λήψη επαρκούς ενέργειας και θρεπτικών συστατικών που
απαιτούνται για τις περιπτώσεις αυτές.
• 4. Για τους ενήλικες πρέπει να προάγεται κάλυψη των διατροφικών και φυσιολογικών αναγκών τους κατά περίπτωση.
• 5. Άτομα που πάσχουν από διαβήτη καλό θα είναι να καταναλώνουν 25 - 30 gr φυτικών ινών την ημέρα. Από μικρό αριθμό ερευνών έχει αποδειχτεί ότι άτομα που καταναλώνουν την παραπάνω ποσότητα φυτικών ινών έχουν καλύτερο μεταβολικό έλεγχο και τα επίπεδα γλυκόζης διατηρούνται σταθερά για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.
• 6. Τα άτομα που πάσχουν από διαβήτη θα πρέπει να καταναλώνουν με μέτρο αλκοόλ και σε ποσότητα που δεν θα ξεπερνά το ένα ποτό την
ημέρα για τις γυναίκες και τα δύο ποτά την ημέρα για τους άνδρες .
• 7. Η λήψη συμπληρωμάτων βιταμινών και ιχνοστοιχείων θα πρέπει να γίνετε όταν απαιτείται σε ειδικές περιπτώσεις ( αυξημένων αναγκών ή
αυξημένων απωλειών αυτών των θρεπτικών συστατικών ) και από τη καθοδήγηση των ειδικών. Δεν υπάρχουν επαρκή ερευνητικά δεδομένα για τη ενεργητική δράση τους σε άτομα που πάσχουν από διαβήτη.
Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, συμπεραίνουμε ότι βασικό στοιχείο μιας αποτελεσματικής θεραπείας του διαβήτη είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής των διαβητικών ατόμων, ακολουθώντας ένα υγιεινό και ισορροπημένο διαιτολόγιο σε συνδυασμό με την αυξημένη φυσική δραστηριότητα.

• 3. ΥΠΕΡΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Η σημασία της διατροφής, είναι σημαντική στον βαθμό που είναι βαρύνουσα για τον έλεγχο κάθε ασθένειας. Η υπέρταση δεν αποτελεί εξαίρεση. Βασικός παράγοντας για σταθερή , αρτηριακή πίεση αποτελεί η διατροφή. Γι αυτό και οι υπερτασικοί πρέπει να ακολουθούν ένα πλαίσιο διατροφής που να επικεντρώνεται στην απόκτηση κάποιων βασικών συνηθειών:
 

• 1. Μείωση κατανάλωσης αλατιού
• 2. Αποφυγή έτοιμων αλμυρών τροφίμων ( κονσέρβες,fast food, κύβοι μυρωδικών, σνακ)
• 3. Αποφυγή κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών
• 4. Αποφυγή αλλαντικών , λουκάνικων , παστών κρεάτων και παστών ψαριών
• 5. Αποφυγή επεξεργασμένων τυριών , τετηγμένα τυριά , αλμυρά τυριά
• 6. Μείωση κατανάλωσης αλατισμένης μαργαρίνης , βουτύρου κλπ.
• 7. Αύξηση κατανάλωσης τροφών πλουσίων σε κάλιο και φτωχών σε νάτριο ( πορτοκάλια, δαμάσκηνα, σύκα, μπανάνα, πατάτα βραστή, λάχανο, μαρούλι)


Επίσης οι παρακάτω τροφές πρέπει να αποτελούν τη βασική διατροφή ενός υπερτασικού:
 

• 1. φρέσκα φρούτα και λαχανικά
• 2. φυσικοί χυμοί
• 3. αποβουτυρωμένο γάλα
• 4. πατάτες βραστές ψητές, ρύζι, μακαρόνια (ανάλατα)
• 5. όσπρια
• 6. ελαιόλαδο και ανάλατες ελιές
• 7. άπαχα κρέατα
• 8. ψάρια
• 9. ψωμί και προϊόντα ολικής άλεσης
Κλινικές μελέτες έδειξαν ότι ακολουθώντας έναν υγιεινό τρόπο διατροφής και μειωμένη ποσότητα αλατιού μειώνεται ο κίνδυνος εκδήλωσης υπέρτασης και μειώνονται οι τιμές της αρτηριακής πίεσης που ήδη είναι αυξημένες.
Συνοψίζοντας στις όλες παραπάνω κατηγορίες ατόμων σημαντικός παράγοντας είτε για βελτίωση είτε για αποφυγή και καταπολέμηση ασθενειών παίζει η διατροφή.